- ἀκαρές
- ἀκαρήςtoo short to be cutmasc/fem voc sgἀκαρήςtoo short to be cutneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek
ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο … Dictionary of Greek
ՐՈՊԷ — (ի, ից.) NBH 2 0903 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 12c, 13c գ. յն. ռօբի՛. ῤοπή, ἁκαρές momentum, nutus, ictus, libramentum. Մէտ ըշռոյ. մտումն. քթթել ական. վայրկեան. եւ Մանրագոյն չափ ժամանակի. մանրորդ. ... *Զչափ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)